ψυχώσῃ

ψυχώσῃ
ψῡχώσηι , ψύχωσις
a giving soul
fem dat sg (epic)
ψυχάζω
refresh oneself in the shade
fut part act fem dat sg (attic epic ionic)
ψῡχώσῃ , ψυχόω
give soul to
aor subj mid 2nd sg
ψῡχώσῃ , ψυχόω
give soul to
aor subj act 3rd sg
ψῡχώσῃ , ψυχόω
give soul to
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ψύχωση — Κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μερική ή και πλήρη αποδιοργάνωση της προσωπικότητας ενός ατόμου. Η κατάσταση αυτή, –έμμονες ιδέες ή ψυχοπάθειες–, αναγκάζει το άτομο να συμπεριφέρεται με τρόπους όχι φυσιολογικούς. Η ψ. είναι 2 ειδών: ενδογενής… …   Dictionary of Greek

  • ψύχωση — η 1. εμψύχωση. 2. ψυχική ασθένεια, ψυχοπάθεια, ψυχονεύρωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψυχωτικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψύχωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψύχωση. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • Κόρσακοφ, Σεργκέι Σεργκέγεβιτς — (Sergei Sergeievich Korsakov,Γκους Κρουστάλνι 1853 – Μόσχα 1900). Ρώσος νευροψυχίατρος, ιδρυτής της ψυχιατρικής σχολής της Μόσχας. Σπούδασε στη Μόσχα, αλλά και στη Βιέννη με τον Μέινερτ. Το 1892 διορίστηκε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Μόσχας… …   Dictionary of Greek

  • δυσθενία — η (ψυχιατρ.) περιοδική ψύχωση στις κρίσεις τής οποίας παρεμβάλλονται περίοδοι με φυσιολογική ψυχική κατάσταση …   Dictionary of Greek

  • μαγεία — Στην κλασική αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στη μαντική τέχνη των ιερέων του μαζνταϊσμού (ζωροαστρισμός), των λεγόμενων μάγων. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, όταν η Περσία είχε χάσει την πολιτική της ανεξαρτησία, οι μάγοι αυτοί διασκορπίστηκαν… …   Dictionary of Greek

  • μανία — (mania). Όρος ο οποίος έχει χρησιμοποιηθεί κατά το παρελθόν για διάφορους τύπους συμπεριφοράς και πνευματικών διαταραχών και διατηρείται στην καθημερινή γλώσσα. Στην ψυχοπαθολογία ο όρος χρησιμοποιείται για την περιγραφή της διανοητικής… …   Dictionary of Greek

  • μανιοκαταθλιπτικός — και μανιοκαταθλιπτικός, ή, ό φρ. «μανιοκαταθλιπτική ψύχωση» ιατρ. πάθηση με διαλείπουσα ή κυκλική εξέλιξη, που χαρακτηρίζεται από την επέλευση κατά τη διάρκεια τής ζωής τού ασθενούς διαδοχικών παροξυσμών διέγερσης ή κατάθλιψης. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση… …   Dictionary of Greek

  • μελαγχολία — Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από συνεχή και επίμονη θλίψη, υπερβολική και ανεξήγητη με βάση τους εξωτερικούς παράγοντες, από ελάττωση όλων των ψυχικών λειτουργιών, από αίσθημα ανικανότητας, ανεπάρκειας και ενοχής, από τάση αυτοκαταστροφής που σε… …   Dictionary of Greek

  • μικροβιοφοβία — η (ψυχιατρ.) παθολογικός φόβος, ψύχωση, για τα μικρόβια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρόβιο + φοβία (< φόβος). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”